- πνιγμός
- οθάνατος από ασφυξία, πνίξιμο, ασφυξία: Κάθε καλοκαίρι συμβαίνουν πολλοί πνιγμοί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πνιγμός — choking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνιγμός — Είναι ο τύπος ασφυξίας που προκαλείται όταν υγρά κυρίως μέσα παρακωλύουν την είσοδο αέρα στις αναπνευστικές οδούς. Γενικά αυτό συμβαίνει όταν ολόκληρο το σώμα βυθιστεί στο νερό, αν και, σπανιότερα, ο π. προκαλείται και όταν είναι βυθισμένα σ’ ένα … Dictionary of Greek
πνιγμοῖς — πνιγμός choking masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνιγμοῖσι — πνιγμός choking masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνιγμοί — πνιγμός choking masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνιγμοῦ — πνιγμός choking masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνιγμούς — πνιγμός choking masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνιγμῶν — πνιγμός choking masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνιγμῷ — πνιγμός choking masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνιγμόν — πνιγμός choking masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)